- φυτευτής
- οθηλ. -εύτρα αυτός που φυτεύει: Έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [φυτεύω] αυτός που φυτεύει αρχ. αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς* … Dictionary of Greek
φυτευταί — φυτευτής pastinator masc nom/voc pl φυτευτός planted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτῇ — φυτευτής pastinator masc dat sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτήν — φυτευτής pastinator masc acc sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτάς — φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc acc pl φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc nom sg (epic doric aeolic) φυτευτά̱ς , φυτευτός planted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλαμητής — ξυλαμητής, ὁ (Α) [ξυλαμώ] αυτός που σπέρνει, που φυτεύει, ο σπορέας, ο φυτευτής … Dictionary of Greek
φυτευτέα — φυτευτέον one must plant neut nom/voc/acc pl φυτευτέᾱ , φυτευτέον one must plant fem nom/voc/acc dual φυτευτέᾱ , φυτευτέον one must plant fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυτευτής pastinator masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… … Православная энциклопедия